- μύστιξ
- μύστιξ· ἅμα τῷ σκότει, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μύστιξ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἅμα τῷ σκότει». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για επιρρμ. χρήση παλιάς ονομ. πτώσης (πρβλ. πέριξ, άχρις, μέχρις). Το θ. τού τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. μύω «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek